Ημέρα μνήμης η αυριανή 27η Σεπτεμβρίου. Εκείνη την ημέρα του 1922 οι Τούρκοι παρέδωσαν τη Σμύρνη στις φλόγες. Είναι τότε που δημιουργήθηκε ο συνωστισμός στην προκυμαία, σύμφωνα με το βιβλίο της Ιστορίας, γραμμένο δια χειρός της καθηγήτριας κ. Ρεπούση.
Κόντρα στη γενική κατακραυγή των πάσης φύσεως εθνικιστών, θέλω να δημοσιοποιήσω τις εκσυγχρονιστικές(?) απόψεις (λήθης) της κυρίας καθηγήτριας, συνεισφέροντας στην ιστορική αλήθεια........ κι αυτή βέβαια θα την κρίνει η Ιστορία.
Ας δούμε λοιπόν μια διαφορετική εκδοχή του Διωγμού του 1922.
Ο Κεμάλ δεν έχει καμία, μα καμία ευθύνη για τυχόν βιαιότητες Τούρκων εναντίον Ελλήνων. Ο άνθρωπος μόλις έμαθε ότι οι Έλληνες συνωστίζονταν στην προκυμαία και στεκόταν στην ουρά, θέλοντας να εκδώσουν εισιτήρια για φθινοπωρινό τουρισμό σε εξωτικές χώρες, διέταξε τους μαχητές του να κατέβουν στην αποβάθρα και να μοιράσουν αναψυκτικά, σάντουιτς, αρωματισμένα μαντηλάκια και δωρεάν κουπόνια για τη Χαβάη.
Επειδή, παρόλα αυτά, πολλοί επέμεναν να ταξιδέψουν στον Πειραιά, οι Τούρκοι αξιωματικοί έκαναν επίταξη τουρκικών κρουαζιερόπλοιων, ώστε να εξασφαλίσουν σ’ αυτούς τους απαιτητικούς ένα απολαυστικό ταξίδι.
Αυθόρμητα οι Τσέτες έσπευδαν να σηκώσουν τις βαλίτσες των Ελλήνων ταξιδιωτών και να τις μεταφέρουν στις καμπίνες των πλοίων.
Αυτό που συνέβη στις αποβάθρες δεν έχει ξαναγίνει στα τουριστικά χρονικά, σύμφωνα και με τους τουριστικούς πράκτορες, αλλά και τους ιστορικούς:
Έβλεπες τους ημιάγριους αντάρτες του Μουσταφά Κεμάλ Πασά να κλαίνε σαν παιδάκια που οι Έλληνες Σμυρνιοί τους εγκατέλειπαν.
«Πού πάτε ορέ γκιαούρηδες και μας αφήνετε μόνους σ’ αυτή την πόλη», ψιθύριζαν, ενώ το δάκρυ έτρεχε κορόμηλο.
Οι πιο συναισθηματικοί τραβούσαν από το χέρι τους Έλληνες ταξιδιώτες να μη φύγουν.
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες σημειώθηκαν συμπλοκές μεταξύ των σκληροτράχηλων Τσετών -που δεν εννοούσαν να αφήσουν τους εναγκαλισμούς με τους Έλληνες- και των Τούρκων λιμενικών, οι οποίοι αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν βία, προκειμένου να αποσπάσουν τους επιβάτες από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των ανταρτών του Κεμάλ.
Και βέβαια, πολλοί, βλέποντας αυτές τις αυθόρμητες εκδηλώσεις αγάπης εκ μέρους του τουρκικού όχλου –παρντόν- του τουρκικού στρατού των ατάκτων, λύγισαν και αποφάσισαν να ακυρώσουν το ταξίδι τους και να επιστρέψουν στα σπίτια τους στην ελληνική συνοικία της Σμύρνης.
Αμέσως τα κλάματα σταμάτησαν. Οι Τσέτες έβαλαν τα ποτισμένα από τα δάκρυα μαντήλια στις τσέπες τους και άρπαξαν τις αποσκευές των Ελλήνων μεταφέροντάς τις στα σπίτια των Ρωμιών.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ζήτησαν να δουλέψουν αφιλοκερδώς εσώκλειστοι ως μπέιμπι σίτερ των απίστων.
Γενικά η συμπεριφορά των Τούρκων μπορεί να χαρακτηρισθεί άψογη.
Να σκεφθείτε ότι το τουρκικό Γενικό Επιτελείο παραχώρησε στολισμένες άμαξες για να σεργιανίζουν στα αξιοθέατα της πόλης εκείνους τους Ελληναράδες στρατιώτες και αξιωματικούς που, μέσα στον εθνικό τους ενθουσιασμό, έκαψαν και μερικά τουρκοχώρια με τα γυναικόπαιδα μαζί…
Μάλιστα ο Κεμάλ Ατατούρκ που είχε πάρει το όνομα «Πατέρας των Τούρκων» έκανε τα χαρτιά στο δημαρχείο Σμύρνης για να προσθέσει το «και των Ελλήνων».
Επειδή όμως οι υπηρεσίες του δήμου καθυστερούσαν, λόγω της γραφειοκρατίας, την έκδοση της νέας ταυτότητας με αυτό το προσωνύμιο, ο Αρχηγός του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των Νεοτούρκων αποφάσισε να τιμήσει αλλιώς τους Ρωμιούς που προτίμησαν να παραμείνουν στη Σμύρνη.
Διέταξε τον Νουρεντίν Πασά να φωταγωγήσει την πόλη. «Μήτε λωλού το πεις». Ο στρατηγός ανέλαβε δράση και σε λίγα λεπτά μια φαντασμαγορική φωτιά, που ξεκίνησε από την Αρμενική γειτονιά για να σκεπάσει όλη την ελληνική συνοικία, προκάλεσε το θαυμασμό όλων των κατοίκων της πόλης.
«Γκιουζέλ γιανγκίν-γιουζέλ γιανγκίν!» («Ωραία φωτιά-ωραία φωτιά!»), φώναζαν οι κάτοικοι -ανεξαρτήτως εθνικότητας- απολαμβάνοντας το θέαμα που προσέφερε ο Κεμάλ, θέλοντας να τιμήσει με αυτό το συμβολικό, θα λέγαμε, τρόπο τους Ρωμιούς.
Και ο συνωστισμός («καλαμπαλίκι») στην προκυμαία δεν άργησε να κοπάσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου